- ξανθόχολος
- ξανθόχολος, -ον (Α)αυτός που έχει ξανθή, δηλ. κίτρινη, χολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χόλος «χολή» (πρβλ. πικρό-χολος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθοχόλοις — ξανθόχολος suffering from jaundice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοχόλου — ξανθόχολος suffering from jaundice masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοχόλων — ξανθόχολος suffering from jaundice masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθόχολοι — ξανθόχολος suffering from jaundice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοχολικός — ξανθοχολικός, ή, όν (Α) [ξανθόχολος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ξανθόχολο ή που μοιάζει με ξανθόχολο 2. αυτός που πάσχει από ξανθή χολή … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek